Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
(Α ληρῶ, -έω) [[[λήρος]] (Ι)]
είμαι ανόητος, λέγω ή πράττω ανοησίες, κενολογώ, μωρολογώ («εἰκὸς μέντοι σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῖν», Πλάτ.)
αρχ.
(για άρρωστο άνθρωπο) παραληρώ, παραμιλώ.