λιθάρτης

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source

Greek Monolingual

λιθάρτης, ὁ (Α)
αυτός που σηκώνει λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + θ. -αρ- του αἴρω, «σηκώνω», πρβλ. ἀρῶ (πρβλ. αντάρτης)].