λιθαγωγία
From LSJ
Full diacritics: λῐθᾰγωγία | Medium diacritics: λιθαγωγία | Low diacritics: λιθαγωγία | Capitals: ΛΙΘΑΓΩΓΙΑ |
Transliteration A: lithagōgía | Transliteration B: lithagōgia | Transliteration C: lithagogia | Beta Code: liqagwgi/a |
ἡ, conveyance of stone, IG12.347.37, SIG241 B87 (Delph., iv B.C.).
η (Α λιθαγωγία) λιθαγωγός
νεοελλ.
η ιδιότητα την οποία έχουν μερικά φάρμακα να διευκολύνουν την κάθοδο και έξοδο λίθων από τον οργανισμό
αρχ.
η μεταφορά λίθων.