λιμάζω
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
Greek Monolingual
και λιμάσσω και λαμάζω (Μ λιμάζω και λιμάσσω)
1. κατέχομαι από μεγάλη πείνα, πεινώ πολύ
2. λιμοκτονώ, πεθαίνω από πείνα
3. (ο τ. λαμάζω) (μτβ.) επιθυμώ πολύ κάποια τροφή, λιγουρεύομαι («είδα τα φρούτα και τά λάμαξε η καρδιά μου»)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λιμασμένος, -η, -ο
πεινασμένος, νηστικός, ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. λιμώσσω (> λιμάσσω > λιμάζω). Ο τ. λαμάζω με τροπή του -ι- σε -α- αφομοιωτικά προς το -α- που ακολουθεί. Κατ' άλλη άποψη, < αρχ. λιχμάζω.