λιναγερτουμένη

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐναγερτουμένη Medium diacritics: λιναγερτουμένη Low diacritics: λιναγερτουμένη Capitals: ΛΙΝΑΓΕΡΤΟΥΜΕΝΗ
Transliteration A: linagertouménē Transliteration B: linagertoumenē Transliteration C: linagertoumeni Beta Code: linagertoume/nh

English (LSJ)

(fort. λιναγρετουμένηἐνημμένη λινά, κακοείμων, λινεργοῦσα, Hsch.

Greek Monolingual

λιναγερτουμένη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνημμένη λινά, κακοείμων, λινεργοῦσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πιθ. ἀγερτός < ἀγείρω «συλλέγω, μαζεύω»].