λιπίδιο
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
Greek Monolingual
το
συν. στον πληθ. τα λιπίδια
(βιοχ.) ετερογενής ομάδα άχρωμων οργανικών ενώσεων τών ζωικών και φυτικών ιστών που είναι αδιάλυτες στο νερό, αλλά διαλύονται σε οργανικούς διαλύτες, όπως είναι ο αιθέρας, η νάφθα κ.ά., και που με την ευρεία αυτή έννοια ταυτίζονται με τα λιποειδή, ενώ, σύμφωνα με άλλον ορισμό, τα λιπίδια περιλαμβάνουν μόνον τα λίπη και τα έλαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipid < λίπος.