λιπόρρινος

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόρρῑνος Medium diacritics: λιπόρρινος Low diacritics: λιπόρρινος Capitals: ΛΙΠΟΡΡΙΝΟΣ
Transliteration A: lipórrinos Transliteration B: liporrinos Transliteration C: liporrinos Beta Code: lipo/rrinos

English (LSJ)

λιπόρρινον,
A without skin, of Marsyas, Nonn. D. 1.44.
2 epithet of the salamander, perhaps (from λίπος) with greasy skin, Nic.Al.537.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόρρῑνος: -ον, ὁ ἐστερημένος δέρματος, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Νόνν. Δ. 1. 44· ― παρὰ τῷ Νικάνδρ. Ἀλ. 550, ἐπίθ. τῆς σαλαμάνδρας, ἴσως (ἐκ τοῦ λίπος) ἔχουσα λιπαρόν, λιπῶδες δέρμα.

Greek Monolingual

(I)
λιπόρρινος, -ον (Α)
(για τον Μαρσύα) αυτός που δεν έχει δέρμα, ο γδαρμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + ῥινός «δέρμα ανθρώπων ή ζώων»].
(II)
λιπόρρινος, -ον (Α)
(επίθ. της σαλαμάνδρας) αυτός που έχει παχύ, λιπαρό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + ῥινός «δέρμα ανθρώπων ή ζώων»].

German (Pape)

1 [ρῑ] ohne Haut, Nonn. D. 1.44.
2 [ρῑ] mit fettiger od. glänzender Haut, vom Salamander, Nic. Al. 550.