λυθρίνι

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

και λιθρίνι και λεθρίνι, το
κοινή ονομασία τριών ειδών του γένους ερυθρίνος, περκόμορφων τελεόστεων ιχθύων που ανήκουν στην οικογένεια sparidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐρυθρίν-ιον, υποκορ. του αρχ. ἐρυθρῖν-ος (με αποβολή του αρκτικού ε- και ανομοιωτική τροπή του πρώτου -ρ- σε -λ-)].