λυσσόδηκτος

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσόδηκτος Medium diacritics: λυσσόδηκτος Low diacritics: λυσσόδηκτος Capitals: ΛΥΣΣΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: lyssódēktos Transliteration B: lyssodēktos Transliteration C: lyssodiktos Beta Code: lusso/dhktos

English (LSJ)

λυσσόδηκτον, bitten by a mad dog, Dsc.1.100 (interpol.), Gp.12.17.14, Herasap.Gal.13.431, M.Ant.6.57, Damocr. ap. Aët.15.14.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσόδηκτος: -ον, δηχθεὶς ὑπὸ λυσσῶντος κυνός, Γεωπ. 12. 17, 14.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λυσσόδηκτος, -ον)
αυτός που τον δάγκωσε λυσσασμένο ζώο ή λυσσασμένος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -δηκτος (< δάκνω), πρβλ. καρδιόδηκτος].

German (Pape)

vom tollen Hunde gebissen, Diosc.