λόξις

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source

Greek (Liddell-Scott)

λόξις: ἡ, λοξότης, Ὤκελλος 2 ἐν τέλ.

Greek Monolingual

λόξις, ἡ (Α) λοξός
λοξότητα.