πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
λόξις: ἡ, λοξότης, Ὤκελλος 2 ἐν τέλ.
λόξις, ἡ (Α) λοξόςλοξότητα.