μήκοτε

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

German (Pape)

[Seite 172] ion. = μήποτε, Her. 1, 77 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μήποτε.

Russian (Dvoretsky)

μήκοτε: Her. = μήποτε.

Greek (Liddell-Scott)

μήκοτε: Ἐπίρρ., Ἰων. ἀντὶ μήποτε, Ἡρόδ. 1, 77, κ. ἀλλ.

Greek Monotonic

μήκοτε: επίρρ., Ιων. αντί μή-ποτε.

Middle Liddell

  1. σκιρρεδ μηκύνω [ionic for μήποτε.]