μίσσα

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389

Greek Monolingual

και μίσα, η (Μ μίσσα
νεοελλ.
μουσ. λειτουργία, είδος συμφωνικής θρησκευτικής μουσικής σύνθεσης
μσν.
1. απόλυση
2. η λειτουργία τών καθολικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. missa (< mitto «αφήνω, απολύω»)].