μαίανδρος
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
German (Pape)
[Seite 81] ὁ, s. nom. pr.; bei Späteren übertr. von jeder Krümmung, von einem vielfach geschlängelten Wege, von Verzierungen auf Kunstdenkmälern.
Greek Monolingual
ο (Α μαίανδρος) Μαίανδρος
1. ελιγμός παρόμοιος με τον ρου του ομώνυμου ποταμού
2. γεωμετρικό διακοσμητικό σχέδιο που αποτελείται από ορθές γωνίες που συνελίσσονται
3. ως κύριο όν. ο Μαίανδρος
ποταμός της Καρίας, ονομαστός για τον οφιοειδή δρόμο του.