μαζωχτός

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μαζωχτός και μαζωτός, -ή, -όν) μαζώνω
μαζεμένος, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος
νεοελλ.
1. συνεσταλμένος, συσπειρωμένος
2. τακτοποιημένος
μσν.
ατελώς ανεπτυγμένος.
επίρρ...
μαζωχτά
μαζί, από κοινού.