μαιμώ

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183

Greek Monolingual

μαιμῶ, -άω, (Α)
1. επιθυμώ σφοδρά, λαχταρώ («μέμησε δὲ oἱ φίλον ἧτορ», Ομ. Ιλ.)
2. κινούμαι ορμητικά, μαίνομαι («μαιμᾷ πέλας... δίπος ὄφις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαι-μά-ω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mē- «επιθυμώ σφοδρά» και εμφανίζει επιτατικό αναδιπλασιαμό. Ο αόρ. μαίμησα είναι υστερογενής. Η λ. συνδέεται με τα μαίομαι και μῶμαι.