μακρόηλος

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόηλος Medium diacritics: μακρόηλος Low diacritics: μακρόηλος Capitals: ΜΑΚΡΟΗΛΟΣ
Transliteration A: makróēlos Transliteration B: makroēlos Transliteration C: makroilos Beta Code: makro/hlos

English (LSJ)

μακρόηλον, with long nails, Theognost.Can.84.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόηλος: -ον, ἔχων μακροὺς ἥλους, Θεογνώστ. Καν. 84. 23.

Greek Monolingual

μακρόηλος, -ον (Μ)
αυτός που έχει μακριά καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + ἧλος «καρφί» (πρβλ. αργυρόηλος)].