μαλαγάνα

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

η, και μολαγάνας, ο
αυτός που προσπαθεί να επιτύχει τον σκοπό του με κολακείες και με προσποιητή αγάπη, ο γαλίφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. malagana. Ο τ. μαλαγάνας < μαλαγάνα, με αλλαγή γένους (πρβλ. μάγκα > μάγκας)].