μαλακιάω

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκιάω Medium diacritics: μαλακιάω Low diacritics: μαλακιάω Capitals: ΜΑΛΑΚΙΑΩ
Transliteration A: malakiáō Transliteration B: malakiaō Transliteration C: malakiao Beta Code: malakia/w

English (LSJ)

become soft, τῶν βοῶν, ἂν εἰς τὰς χηλὰς μαλακιῶσι, προσαλείφειν τὰ ἄκρα τῶν κεράτων Plu.2.559f codd. (fort. μαλκίωσι); v. μαλκίω.

French (Bailly abrégé)

μαλακιῶ :
c. μαλακιέω: être mou, être faible, être maladif.

German (Pape)

weichlich, schwächlich sein, αἱ κύνες μαλακιῶσαι τὰς ῥῖνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι, Xen. Cyn. 5.2, die an den Nasen leiden oder schwache Nasen haben; μαλακιῶ τὸ σῶμα, Luc. Lexiph. 2; Plut. sagt auch ἂν οἱ βόες εἰς τὰς χηλὰς μαλακιῶσι, S. N. V. 16. In B.A. μαλακιῆν durch τὸ ὑπὸ κρύους ναρκᾶν erklärt.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκιάω: (тж. μ. τὸ σῶμα Luc.) быть слабым или болезненным, прихварывать: μ. εἰς τὰς χηλάς Plut. иметь слабые или больные копыта; αἱ κύνες μαλακιῶσαι τὰς ῥῖνας Xen. собаки с плохо развитым обонянием.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκιάω: ἡμαρτημένη γραφ. παρὰ Ξεν. καὶ Πλουτ. ἀντὶ μαλκίω, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκιάω: = το επόμ., σε Ξεν., Πλούτ.

Middle Liddell

μᾰλᾰκιάω, = μαλακίζομαι, Xen., Plut.]