μαντατοφόρος

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. μαντατοφόρα (Μ μαντατοφόρος, θηλ. μαντατοφόρισσα)
αγγελιαφόρος, απεσταλμένος
μσν.
ως επίθ. φρ. «μαντατοφόρος γραφή» — επιστολή που περιέχει μήνυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαντάτο + -φόρος].