Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ματόκλαδο

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

και ματοκλάδι το
1. βλεφαρίδα
2. συν. στον πληθ. τα ματόκλαδα και ματοκλάδια
οι βλεφαρίδες («με ατρέμητα ματόκλαδα χωρίζανε τ' αστέρια» Άγγ. Σικελιανός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + κλαδί. Για το β' συνθετικό της λ. που δηλώνει φυτό πρβλ. ματό-φυλλα και ματο-τσύνουρο (< κύναρος «είδος αγκαθιού»)].