μεγαλόκοτος
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
English (LSJ)
μεγαλόκοτον, Glossaria on ζάκοτος, Sch.Pi.Pae.9.18, EM407.16. Adv. μεγαλοκότως, Glossaria on ζαφελῶς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 106] sehr zürnend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλόκοτος: -ον, μεγάλως ὠργισμένος, Ἀπολλωνίου Λεξ. Ὁμ. σ. 318 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ζάκοτος. ― Ἐπίρρ. μεγαλοκότως Ἡσύχ. ἐν λ. ζαφελῶς.
Greek Monolingual
μεγαλόκοτος, -ον (Α)
πολύ οργισμένος.
επίρρ...
μεγαλοκότως (Α)
με μεγάλη οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κότος «οργή» (πρβλ. βαρύ-κοτος, νεό-κοτος)].