μειζονότης
From LSJ
English (LSJ)
μειζονότητος, ἡ, greater magnitude, Iamb.VP26.115, in Nic.p.33 P.
German (Pape)
[Seite 115] ητος, ἡ, das Größersein, bes. die größere Zahl, Mehrheit, Gegensatz ἐλαττονότης, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
μειζονότης: μειζονότητος, ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ μείζονος, ἡ κατὰ ποσὸν ὑπεροχή, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. § 115.
Greek Monolingual
μειζονότης, μειζονότητος, ἡ (Α) μείζων
η κατά ποσόν υπεροχή.