μειζονότης

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειζονότης Medium diacritics: μειζονότης Low diacritics: μειζονότης Capitals: ΜΕΙΖΟΝΟΤΗΣ
Transliteration A: meizonótēs Transliteration B: meizonotēs Transliteration C: meizonotis Beta Code: meizono/ths

English (LSJ)

μειζονότητος, ἡ, greater magnitude, Iamb.VP26.115, in Nic.p.33 P.

German (Pape)

[Seite 115] ητος, ἡ, das Größersein, bes. die größere Zahl, Mehrheit, Gegensatz ἐλαττονότης, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

μειζονότης: μειζονότητος, ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ μείζονος, ἡ κατὰ ποσὸν ὑπεροχή, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. § 115.

Greek Monolingual

μειζονότης, μειζονότητος, ἡ (Α) μείζων
η κατά ποσόν υπεροχή.