μελάγκρανις

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

German (Pape)

[Seite 117] ιος, ἡ, die Binsenart, die schwarze Knöpfchen od. Kolben an der Spitze trägt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγκρᾱνις: -ιος, ἡ, εἶδος σχοίνου ἢ «βούρλου» ἔχοντος μέλαιναν κορυφήν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 12, 1, Πλίν. 21. 69. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μελάγκρανις· ὀξύσχοινος. ἢ τὰ ἄκρα μελανίζουσα».

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
sorte de jonc à pointe noirâtre, plante.
Étymologie: μέλας, κράνος.