ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
-άω μέλας, -ανος]μελανιάζω, μαυρίζω («η κοπανιά ώρες μελανιά κι ώρες βαθιά πληγώνει», Ερωτόκρ.).