μελλονυμφίος

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source

Greek (Liddell-Scott)

μελλονυμφίος: ὁ, = μελλόγαμβρος, Ἡσύχ. ἐν λ. μελλόγαμβρος.

Greek Monolingual

μελλονυμφίος, ὁ (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει γαμπρός σύντομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + νυμφίος.