μεσίτρια

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

German (Pape)

[Seite 138] ἡ, = Vor., VLL. nach Hdn. π. διχρ. μεσήτρια.

Greek Monolingual

η (Μ μεσίτρια)
βλ. μεσίτης.