μεσεγγυώ

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

-άω (Α μεσεγγυῶ) μεσέγγυος
καταθέτω ποσό χρημάτων ή επίδικο πράγμα σε τρίτο πρόσωπο ωσότου λυθεί η διαφορά μεταξύ τών διεκδικητών του
αρχ.
φρ. «μεσεγγυῶμαι ἀργύριον» — καταθέτω χρήματα σε τρίτο πρόσωπο ως εγγύηση.