μεσεγγυώ

From LSJ

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534

Greek Monolingual

-άω (Α μεσεγγυῶ) μεσέγγυος
καταθέτω ποσό χρημάτων ή επίδικο πράγμα σε τρίτο πρόσωπο ωσότου λυθεί η διαφορά μεταξύ τών διεκδικητών του
αρχ.
φρ. «μεσεγγυῶμαι ἀργύριον» — καταθέτω χρήματα σε τρίτο πρόσωπο ως εγγύηση.