μεσιακός
From LSJ
Greek Monolingual
και μεσακός και μισιακός και μισακός, -ή, -ό (Μ μεσιακός και μεσακός, -ή, -όν)
μεσαίος
νεοελλ.
αυτός που ανήκει σε δύο άτομα από μισό στον καθένα («μεσιακό χωράφι» — το χωράφι που παραχωρείται από τον ιδιοκτήτη σε κάποιον για καλλιέργεια και μοιράζονται στη μέση τη σοδειά)
2. παροιμ. «το μεσιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος» — λέγεται για πράγματα που ανήκουν σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα και τα οποία, επειδή δεν τά φροντίζει κανείς, δεν έχουν καλό τέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + -ακός. Ο τ. μισιακός κατ' επίδραση του μισός].