μεταπειστός

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπειστός Medium diacritics: μεταπειστός Low diacritics: μεταπειστός Capitals: ΜΕΤΑΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: metapeistós Transliteration B: metapeistos Transliteration C: metapeistos Beta Code: metapeisto/s

English (LSJ)

μεταπειστόν, open to persuasion, Pl.Ti.51e; μ. ὑπὸ λόγου Id.Def.414c.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταπειστός, -ή, -όν και μετάπειστος, -η, -ον) μεταπείθω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῖ, τὸ δὲ μεταπειστόν», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

μεταπειστός: или μετάπειστος 2 поддающийся переубеждению, которого можно убедить Plat.

German (Pape)

der sich zu etwas Anderm überreden, umstimmen läßt, im Gegensatz von ἀκίνητον πειθοῖ, Plat. Tim. 51e.