μετασυλλογίζομαι
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek (Liddell-Scott)
μετασυλλογίζομαι: μέσ., ἐκ νέου συλλογίζομαι, Θεόδ. Μετοχ. σ. 463.
Greek Monolingual
μετασυλλογίζομαι (Μ)
συλλογίζομαι εκ νέου.