μετοικώ
From LSJ
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
(Α μετοικῶ, -έω και λοκρικός τ. μεταFοικέω) μέτοικος
αλλάζω τόπο διαμονής ή κατοικίας, μετακομίζω
νεοελλ.
αποδημώ
αρχ.
είμαι εγκατεστημένος σε πόλη ως μέτοικος.