μολοσσικός

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

μολοσσικός, αττ. τ. μολοττικός, -ή, -όν (Α) μολοσσός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μολοσσούς ή στη Μολοσσία, ο καταγόμενος από τη Μολοσσία («Μολοττικοὺς τρέφουσι... κύνας», Αριστοφ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μολοσσική
είδος ορχήσεως.