μολοσσικός
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
Greek Monolingual
μολοσσικός, αττ. τ. μολοττικός, -ή, -όν (Α) μολοσσός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μολοσσούς ή στη Μολοσσία, ο καταγόμενος από τη Μολοσσία («Μολοττικοὺς τρέφουσι... κύνας», Αριστοφ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μολοσσική
είδος ορχήσεως.