μοναστήριος

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοναστήριος Medium diacritics: μοναστήριος Low diacritics: μοναστήριος Capitals: ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: monastḗrios Transliteration B: monastērios Transliteration C: monastirios Beta Code: monasth/rios

English (LSJ)

α, ον,
A monastic, οἶκος Men.Prot.p.15 D.
II μοναστήριον, τό, hermit's cell, Ph.2.475.
2 monastery, Procop.Arc. 17, al., Just.Nov.3.2, PSI8.933.2 (vi A. D.).

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ μοναστήριος, -ία, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο μοναστικός
2. το ουδ. ως ουσ.
βλ. μοναστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονάζω + επίθημα -τήριος (πρβλ. παυστήριος)].