μονώροφος
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
Greek Monolingual
-η, -ο- (Μ μονώροφος, -ον)
αυτός που έχει έναν όροφο, ένα πάτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + όροφος (πρβλ. πολυώροφος). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].