Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουγκρητό

From LSJ

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352

Greek Monolingual

και μουγγρητό, το
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα
2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή
3. (για τη θάλασσα) βοή, βοητό, ρόχθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκρίζω + κατάλ. -ητό (πρβλ. νιαουρητό, ροχαλητό)].