μουρμουριστός
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
-ή, -ό μουρμουρίζω
1. ψιθυριστός, χαμηλόφωνος
2. (για μέλισσα) αυτή η οποία προκαλεί βόμβο (κι η μέλισσα μουρμουριστή σιμά του τριγυρίζει», Σουμμ.).