μουσαμάς

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

ο
1. ύφασμα επικαλυμμένο με μονωτική ουσία, η οποία το καθιστά αδιάβροχο
2. πανωφόρι ή κάλυμμα από τέτοιο ύφασμα για προστασία από τη βροχή
3. τάπητας με επίστρωμα λινελαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muşemma].