μουσαμάς

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο
1. ύφασμα επικαλυμμένο με μονωτική ουσία, η οποία το καθιστά αδιάβροχο
2. πανωφόρι ή κάλυμμα από τέτοιο ύφασμα για προστασία από τη βροχή
3. τάπητας με επίστρωμα λινελαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muşemma].