μπαϊράκι

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

το
1. σημαία, λάβαρο
2. φρ. «σηκώνω μπαιράκι» — απειθαρχώ, στασιάζω, επαναστατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayrak].