γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)
το1. σημαία, λάβαρο2. φρ. «σηκώνω μπαιράκι» — απειθαρχώ, στασιάζω, επαναστατώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayrak].