μπισκότο

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

το (Μ μπισκόττιν)
είδος ξηροψημένου τραγανού πλακουντίου, γλυκού ή αλμυρού, που παρασκευάζεται με αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη, αβγά κ.ά. υλικά
μσν.
παξιμάδι, γαλέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bis-cotto «αυτό που έχει ψηθεί δύο φορές διπλοψημένο»].