μπισκότο

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source

Greek Monolingual

το (Μ μπισκόττιν)
είδος ξηροψημένου τραγανού πλακουντίου, γλυκού ή αλμυρού, που παρασκευάζεται με αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη, αβγά κ.ά. υλικά
μσν.
παξιμάδι, γαλέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bis-cotto «αυτό που έχει ψηθεί δύο φορές διπλοψημένο»].