μυάκανθα

From LSJ

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source

Greek Monolingual

μυάκανθα και μυακάνθη, ἡ (Μ)
ο μυάκανθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μυάκανθος, με αλλαγή γένους].

German (Pape)

ἡ, = ὁ μυάκανθος, Sp.