θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστία → loyalty dies and disloyalty is born
μυάκανθα και μυακάνθη, ἡ (Μ)ο μυάκανθος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μυάκανθος, με αλλαγή γένους].
ἡ, = ὁ μυάκανθος, Sp.