Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
τοευωδιαστό λάδι, μύρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἔλαιον.