ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
μύκομαι: [ῡ], = μυκάομαι, Χρησμ. Σιβ. 2. 9.
μύκομαι (Α)βλ. μυκώμαι.