μύκομαι

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek (Liddell-Scott)

μύκομαι: [ῡ], = μυκάομαι, Χρησμ. Σιβ. 2. 9.

Greek Monolingual

μύκομαι (Α)
βλ. μυκώμαι.