ναζιστής

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

ο, θηλ. ναζίστρια
οπαδός του ναζισμού, ναζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν, όρου, πρβλ. αγγλ. nazist < Nazi «ναζί», βλ. ναζί