ναρκότης

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

ναρκότης, ἡ (Μ)
1. νάρκωση, νάρκη
2. μτφ. νωθρότητα, αδράνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη, κατά τα θηλ. σε -ότης].