νασμώδης
From LSJ
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
English (LSJ)
ες, = ναματώδης, Hsch. νάσσα, νάσσατο, v. ναίω. νᾶσσα, Boeot. for νῆσσα, νῆττα.
German (Pape)
[Seite 230] ες, quellig, quellenreich, δίυγρος, Hesych. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νασμώδης: -ες, (εἶδος), = ναματώδης, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νασμώδης, -ῶδες (Α) νασμός
(κατά τον Ησύχ.) «ναματώδης» — γεμάτος με πηγές.