ναυαγοσωστικός

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή παίρνει μέρος στη διάσωση ή ασχολείται με τη διάσωση ναυαγών ή πλοίων τα οποία κινδυνεύουν να βυθιστούν («ναυαγοσωστική λέμβος»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ναυαγοσωστικό
πλοίο ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο με τα κατάλληλα μηχανήματα και εφόδια για τη διάσωση ναυαγών ή πλοίων που κινδυνεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγοσώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Αρ. Π. Κουρτίδη].