νείδι

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

το
1. προσβολή της τιμής κάποιου, ατίμωση, όνειδος
2. παροιμ. «κάλλιο του Χάρου σκέπασμα παρά του κόσμου νείδι» — είναι προτιμότερος ο θάνατος από την ατίμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. από το ρ. νειδ-ίζω (πρβλ. διασκέλι < διασκελίζω].